χαμαίζηλος

χαμαίζηλος
-η, -ο / χαμαίζηλος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και χαμαιζήλη Α
1. (για φυτό) αυτός που αυξάνεται σε μικρό ύψος από το έδαφος
2. μτφ. α) αυτός που έχει ταπεινές επιθυμίες, χαμερπής
β) (κυρίως) αυτός που έχει υλικές βλέψεις, που ενδιαφέρεται κυρίως για τα υλικά αγαθά
μσν.-αρχ.
αυτός που βρίσκεται σε μικρό ύψος από το έδαφος
αρχ.
1. (γενικά) χαμηλός («ἐπὶ δίφρου τινὸς χαμαιζήλου», Πλούτ.)
2. (ως προσωνυμία θεών) χθόνιος («Ποσιδῶνι χαμαιζήλῳ», επιγρ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαμαίζηλος
χαμηλό κάθισμα
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαμαίζηλον
α) το φυτό γναφάλιο
β) το φυτό πεντάφυλλο.
επίρρ...
χαμαιζήλως ΝΜΑ
μτφ. κατά χαμαίζηλο τρόπο, ευτελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)-* + -ζηλος (< ζῆλος), πρβλ. αρί-ζηλος, δύσ-ζηλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαμαίζηλος — seeking the ground masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιζηλότερον — χαμαίζηλος seeking the ground adverbial comp χαμαίζηλος seeking the ground masc acc comp sg χαμαίζηλος seeking the ground neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιζηλοτέραις — χαμαίζηλος seeking the ground fem dat comp pl χαμαιζηλοτέρᾱͅς , χαμαίζηλος seeking the ground fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιζηλοτέρων — χαμαίζηλος seeking the ground fem gen comp pl χαμαίζηλος seeking the ground masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιζήλως — χαμαίζηλος seeking the ground adverbial χαμαίζηλος seeking the ground masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαίζηλον — χαμαίζηλος seeking the ground masc/fem acc sg χαμαίζηλος seeking the ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιζηλοτέροις — χαμαίζηλος seeking the ground masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιζηλότερα — χαμαίζηλος seeking the ground neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιζήλοιο — χαμαίζηλος seeking the ground masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιζήλοις — χαμαίζηλος seeking the ground masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”